ἀντικελεύω

ἀντικελεύω
ἀντι-κελεύω, dagegen befehlen, auffordern

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αντικελεύω — ἀντικελεύω (Α) διατάζω κι εγώ αυτόν που με διατάζει …   Dictionary of Greek

  • ἀντεκέλευον — ἀντικελεύω bid imperf ind act 3rd pl ἀντικελεύω bid imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεκελεύσθησαν — ἀντικελεύω bid aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”